- εξάνειμι
- ἐξάνειμι (Α) [ἄνειμι]1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, (για αστέρι) ανατέλλω («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», Θεόκρ.)2. πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.)3. ξανάρχομαι, επιστρέφω («ἄγρης ἐξανιών», ύμν. εις Πάνα)4. μτφ. ανακλώμαι.
Dictionary of Greek. 2013.